τἀπίχειρα

τἀπίχειρα
ἐπίχειρα , ἐπίχειρα
arm
neut nom/voc/acc pl
ἐπίχειρα , ἐπίχειρον
arm
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίχειρα — τα (AM ἐπίχειρα, τὰ Α και ἐπίχειρον, τὸ) η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα τής κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”